- σταφυλοφόρον
- σταφυλοφόροςcarrying grapesmasc/fem acc sgσταφυλοφόροςcarrying grapesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίφλεβος — ἐπίφλεβος, ον (Α) αυτός που οι φλέβες του προεξέχουν από την επιφάνεια τού δέρματος («ἔσω δ’ ἄλλο μόριον σταφυλοφόρον, κίων ἐπίφλεβος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλεψ «φλέβα»] … Dictionary of Greek
σταφυλοφόρος — ον, ΜΑ μσν. φρ. «σταφυλοφόροι κοφινοι» κοφίνια γεμάτα σταφύλια (Ευστ.) αρχ. φρ. «σταφυλοφόρον μόριον» η σταφυλή, η κιονίδα (Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + φόρος*] … Dictionary of Greek